- καθρέφτισμα
- το отражение, отображение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθρέφτισμα — το η αντανάκλαση εικόνας σαν σε καθρέφτη: Το καθρέφτισμα του φεγγαριού στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθρέφτισμα — το [καθρεφτίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθρεφτίζω, ο κατοπτρισμός … Dictionary of Greek
εισοπτρισμός — εἰσοπτρισμός, ο (Α) η ανάκλαση σε κάτοπτρο, το καθρέφτισμα … Dictionary of Greek
καθρεφτισμός — ο [καθρεφτίζω] το καθρέφτισμα … Dictionary of Greek
κατοπτρισμός — ο η απεικόνιση σε κάτοπτρο, το καθρέφτισμα … Dictionary of Greek
Μπριούσοφ, Βαλέρι Γιακόβλεβιτς — (Μόσχα 1873 – 1924). Ρώσος ποιητής. Ύστερα από φιλολογικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, δημοσίευσε νεότατος τα πρώτα του ποιήματα: Γιουβενάλια (1894) και τη συλλογή Ρώσοι συμβολιστές (1894), που τον επέβαλαν ως έναν από τους θεμελιωτές… … Dictionary of Greek